- γημόρος
- ο (Α)βλ. γεωμόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωμόροι — γημόρος PLond.ined. masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόροις — γημόρος PLond.ined. masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόροισι — γημόρος PLond.ined. masc dat pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρον — γημόρος PLond.ined. masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρος — γημόρος PLond.ined. masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρου — γημόρος PLond.ined. masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρους — γημόρος PLond.ined. masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρων — γημόρος PLond.ined. masc gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek